- βούβαλος
- Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Από την Ινδία, όπου πρώτα εξημερώθηκε σε αρχαιότατα χρόνια, πέρασε στη Συρία και στις βαλτώδεις περιοχές της Ουγγαρίας και της Βαλκανικής. Ο β. εκτρέφεται για την εργασία που παρέχει (έλξη και όργωμα) στις μη ανεπτυγμένες αγροτικές περιοχές, αλλά και για το κρέας, το γάλα του κλπ. Είναι μεγαλόσωμος και καλύπτεται από πυκνό τρίχωμα, μαύρο ή τεφρό. Το σχετικά μικρό κεφάλι του έχει στις πλευρές του κυρτωμένου μετώπου δύο μακριά κέρατα που στρέφονται προς τα πίσω.
Ο αφρικανικόςμαύρος β., που ζει σε αγέλες στα δάση της κεντρικής και νότιας Αφρικής, κοντά σε έλη ή σε υδάτινα ρεύματα, δεν έχει εξημερωθεί και είναι επικίνδυνος. Το είδος αυτό, που έχει μήκος περίπου 2,90 μ. και ύψος στο ακρώμιο 1,80 μ., περιλαμβάνει διάφορα υποείδη.
Παιδί πάνω σε μεγαλόσωμο βούβαλο με πυκνό πλούσιο τρίχωμα, σε ποταμό της Ινδίας.
Ο αφρικανικός ή μαύρος βούβαλος ζει σε αγέλες στα δάση της κεντρικής και νότιας Αφρικής, κοντά σε έλη ή σε υδάτινα ρεύματα· δεν έχει εξημερωθεί και είναι επικίνδυνος (φωτ. Sef).
* * *ο (AM βούβαλος) (νεοελλ. θηλ. βουβάλα και βουβαλίνα, η)μσν.- νεοελλ.1. γενική ονομασία βοοειδών του Παλαιού Κόσμουείναι ζώα ρωμαλέα με χρώμα μαύρο προς πυρρό ή σταχτί2. χοντρός και άκομψος άνθρωπος3. νωθρός και χοντροκέφαλοςαρχ.η βούβαλις*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βουβάλι].
Dictionary of Greek. 2013.